-
1 γύμνασμα
γύμνασμα, τό, Uebung, Luc. gymn. 8; τῆς ῥητορικῆς Dion. Hal.
-
2 γυμνασμα
-
3 γύμνασμα
γύμνασμαan exercise: neut nom /voc /acc sg -
4 γύμνασμα
-
5 γύμνασμα
τό1) упражнение, задание, урок; 2) см. γύμναση; 3) πλ. гимнастические упражнения -
6 γύμνασμα
A an exercise,γ. καὶ ἀσκήματα τῆς ῥητορικῆς D.H.Rh.2.1
, cf. J.Ap.1.10, Plu.2.1119d;γ. τῆς ψυχῆς Ph.1.590
: in pl., rhetorical text-books, Theo Prog. 1.2 physical exercises, Ruf. ap. Orib.inc.2.15, Luc.Anach.8,Ath. 10.413c.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γύμνασμα
-
7 προ-γύμνασμα
προ-γύμνασμα, τό, Vorübung; πυῤῥίχη προγύμνασμα οὖσα τοῦ πολέμου, zum Kriege, Ath. XIV, 631 a; bes. bei den Rhett., die es erkl. ἄσκησις μετρίων πρὸς μειζόνων ἐπίῤῥωσιν πραγμάτων.
-
8 γυμνασμάτων
γύμνασμαan exercise: neut gen pl -
9 γυμνάσμασι
γύμνασμαan exercise: neut dat pl -
10 γυμνάσμασιν
γύμνασμαan exercise: neut dat pl -
11 γυμνάσματα
γύμνασμαan exercise: neut nom /voc /acc pl -
12 γυμνάσματι
γύμνασμαan exercise: neut dat sg -
13 γυμνάσματος
γύμνασμαan exercise: neut gen sg -
14 задание
задание с 1) η αποστολή η εντολή, η παραγγελία (поручение ) 2) το γύμνασμα (упражнение ) το μάθημα (школьное)* * *с1) η αποστολή; η εντολή, η παραγγελία ( поручение) -
15 упражнение
упражнение с η άσκηση. το γύμνασμα; физические \упражнениея οι γυμναστικές ασκήσεις; вольные \упражнениея οι ελεύθερες ασκήσεις; \упражнениея на снарядах η ενόργανη γυμναστική* * *сη άσκηση, το γύμνασμαфизи́ческие упражне́ния — οι γυμναστικές ασκήσεις
во́льные упражне́ния — οι ελεύθερες ασκήσεις
упражне́ния на снаря́дах — η ενόργανη γυμναστική
-
16 προγυμνασμα
-
17 диктант
η υπαγόρευση, (письменная работа) το (πρόχειρο) διαγώνισμα (γραπτό γύμνασμα σε ορθογραφία), το μάθημα ορθογραφίας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > диктант
-
18 пример
1. (яркий образец чего-л., действие или явление, вызывающее подражание) το παράδειγμα, το υπόδειγμα, το πρότυπο*в качестве - а σαν -, ως -рассматривать на - е απεικονίζω ή εξετάζω μέσω του - τος 2 мат. η άσκηση, το γύμνασμα3. (частный случай, приводимый в пояснение, в доказательство чего-л.) το παράδειγμαединичный - μεμονωμένο -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пример
-
19 вокализ
вокализм муз. ὠδικό γύμνασμα. -
20 упражнение
упражн||ениес ἡ ἄσκηση [-ις], τό γύμνασμα:гимнастическое \упражнение ἡ γυμναστική ἄσκηση.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
γύμνασμα — an exercise neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γύμνασμα — το (AM γύμνασμα) [γυμνάζω] σωματική ή πνευματική άσκηση … Dictionary of Greek
γύμνασμα — το κάθε σωματική ή πνευματική άσκηση: Χρειάζομαι τη βοήθειά σου στα μουσικά γυμνάσματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γυμνασμάτων — γύμνασμα an exercise neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυμνάσμασι — γύμνασμα an exercise neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυμνάσμασιν — γύμνασμα an exercise neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυμνάσματα — γύμνασμα an exercise neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυμνάσματι — γύμνασμα an exercise neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυμνάσματος — γύμνασμα an exercise neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
VENATIO — Polluci, l. 5. ἐπιτήδευμα ἡρωικὸν καὶ βασιλικὸν καὶ πρὸς εὐσωματίαν ἅμα καὶ εὐψυχίαν ἀοκεῖ, καί ἐςτιν εἰρηνικῆς τε καρτερίας ἅμα καὶ πολεμικῆς τόλμης μελέτημα πρὸς ἀνδρείαν φέρον: Xenophonti, Cyrop. l. 1. Α᾿ληθεςτάτη τῶ πρὸς τὸν πόλεμον μελέτη,… … Hofmann J. Lexicon universale
άσκημα — (I) ἄσκημα, το (Α) [ασκώ] 1. το γύμνασμα 2. μονάδα στρατού. (II) και άσχημα επίρρ. βλ. άσχημος … Dictionary of Greek