Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

) 2) το γύμνασμα (

См. также в других словарях:

  • γύμνασμα — an exercise neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γύμνασμα — το (AM γύμνασμα) [γυμνάζω] σωματική ή πνευματική άσκηση …   Dictionary of Greek

  • γύμνασμα — το κάθε σωματική ή πνευματική άσκηση: Χρειάζομαι τη βοήθειά σου στα μουσικά γυμνάσματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γυμνασμάτων — γύμνασμα an exercise neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυμνάσμασι — γύμνασμα an exercise neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυμνάσμασιν — γύμνασμα an exercise neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυμνάσματα — γύμνασμα an exercise neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυμνάσματι — γύμνασμα an exercise neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυμνάσματος — γύμνασμα an exercise neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • VENATIO — Polluci, l. 5. ἐπιτήδευμα ἡρωικὸν καὶ βασιλικὸν καὶ πρὸς εὐσωματίαν ἅμα καὶ εὐψυχίαν ἀοκεῖ, καί ἐςτιν εἰρηνικῆς τε καρτερίας ἅμα καὶ πολεμικῆς τόλμης μελέτημα πρὸς ἀνδρείαν φέρον: Xenophonti, Cyrop. l. 1. Α᾿ληθεςτάτη τῶ πρὸς τὸν πόλεμον μελέτη,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • άσκημα — (I) ἄσκημα, το (Α) [ασκώ] 1. το γύμνασμα 2. μονάδα στρατού. (II) και άσχημα επίρρ. βλ. άσχημος …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»